Καταρρέει ο δικομματισμός; Θα σταθεροποιηθεί η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ; Ποιος ο ρόλος του Αλαβάνου και του Τσίπρα; Τα πολιτικά τους συμπεράσματα από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις διατυπώνουν τον Ανάποδο 11 πολιτικοί, αναλυτές και δημοσιογράφοι:
Γράφουν:
Παύλος Τσίμας
Τάκης Θεοδωρικάκος
Γιάννης Πρετεντέρης
Γιάννης Δραγασάκης
Χριστόφορος Βερναρδάκης
Γιώργος Κύρτσος
Γιάλλης Λούλης
Μιχάλης Χρυσοχοϊδης
Τάσος Παππάς
Σεραφείμ Κοτρώτσος
Τριαντάφυλλος Δραβαλιάρης
(Πατήστε στον τίτλο του post για να διαβάσετε τα κείμενα)
Αίτημα αλλαγής από τους πολίτες
Του Παύλου Τσίμα
Πολιτικός συντάκτης στα ΝΕΑ
Οι δημοσκοπήσεις είναι, όπως λένε συνήθως οι πολιτικοί -ιδίως όταν τα ευρήματά τους δεν τους αρέσουν-, «μια φωτογραφία της στιγμής», η οποία δεν προλέγει το μέλλον. Ορθόν. Αλλά ελλιπές.
Η πλήρης αλήθεια είναι ότι οι πολίτες, όταν ο δημοσκόπος τους χτυπά την πόρτα (το τηλέφωνο, συνηθέστερα), δεν τον αντιμετωπίζουν ως ιερέα εξομολογητή, στον οποίο θα ανοίξουν τα τρίσβαθα της ψυχής τους και θα απαντήσουν στις ερωτήσεις του, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ειλικρίνεια. Για τους (εκπαιδευμένους πλέον, επικοινωνιακά) δημοσκοπούμενους πολίτες, η δημοσκόπηση είναι, συχνά, κάτι περισσότερο. Είναι ένα εργαλείο, ένα μέσο το οποίο συνειδητά χρησιμοποιούν και διά του οποίου στέλνουν ένα μήνυμα.
Αυτό συμβαίνει, νομίζω, και τώρα: Οι δημοσκοπήσεις των ημερών που διαμορφώνουν ένα νέο, τρικομματικό τοπίο, με τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται ως δυναμικός τρίτος πόλος (δεύτερος στις ηλικίες από 18 έως 44 ετών!), έχουν το χαρακτήρα ενός μηνύματος που αποστέλλεται από ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος προς τις πολιτικές ηγεσίες.
Το μήνυμα μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις. Προτείνω τη δική μου. Προσωπικά, λοιπόν, πιστεύω ότι οι πολίτες διατυπώνουν, διά των δημοσκοπήσεων, μια προσδοκία, ένα αίτημα αλλαγής. Δηλώνουν απελπισμένοι - όχι από ένα ή δύο κόμματα, από έναν ή κάποιους συγκεκριμένους πολιτικούς, αλλά από έναν τρόπο διακυβέρνησης, που έχει βιαίως απο-νομιμοποιηθεί στα μάτια τους. Αίτημα αλλαγής -όχι απλώς κυβερνητικού σχήματος ή αρχηγού στο ένα ή στο άλλο κόμμα, αλλά αλλαγής εκ θεμελίων του τρόπου διακυβέρνησης, του τρόπου συγκρότησης της πολιτικής σκηνής-, αυτό πιστεύω ότι υποκρύπτουν τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Και το βρίσκω παρήγορο, λυτρωτικό και αισιόδοξο.
Αυτό που έχει συντελεσθεί οφείλεται σε τρεις κυρίως παράγοντες: τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και τον Αλαβάνο.
Ο Καραμανλής προσέφερε την πιο απτή, χειροπιαστή απόδειξη πως είχε δίκιο η Αριστερά όταν φώναζε πως η απλή εναλλαγή δύο κομμάτων στην εξουσία, χωρίς προγραμματική διαφοροποίηση, χωρίς πρόγραμμα καν, με μόνη ατζέντα τη νέα διανομή των λάφυρων της εξουσίας, δεν λύνει, μα οξύνει τα προβλήματα. Η διάψευση από τον Καραμανλή όλων των προσδοκιών ανάταξης που επενδύθηκαν στη νίκη του (από πολλούς - και κάποιες αριστερές, πλην μωρές παρθένες) έδωσε, στα μάτια των πολλών, την οριστική απόδειξη της χρεοκοπίας ενός προσχηματικού δικομματισμού.
Ο Παπανδρέου, πάλι, προσέφερε τη βαθμιαία, αλλά σταθερή (αν και όχι πάντοτε ηθελημένη) μεταβολή της φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ από κόμμα εξουσίας, με την παραδοσιακή έννοια, μονοδιάστατα προσανατολισμένο στη διά της αυτοδυναμίας εναλλαγή στην εξουσία και δεμένο χειροπόδαρα στις απαιτήσεις μιας πελατείας διψασμένης για εξουσία, σε κόμμα ανοιχτό σε εναλλακτικές αναγνώσεις της πολιτικής.
Και ο Αλαβάνος, τέλος, κατάφερε να μετατρέψει τον ΣΥΝ, από ένα άχρωμο και άοσμο, φλου μόρφωμα της πολιτικής, στηριγμένο κυρίως στη δύναμη της νοσταλγίας κάποιων γενεών για τα ηρωικά τους νιάτα, σε ένα ριζοσπαστικό πόλο, με σαφέστερη ταυτότητα, ικανό να παίξει το ρόλο καταλύτη σε έναν πολιτικό αναδασμό - ρόλο που οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις του αναθέτουν.
Και τώρα; Πάλι από των τριών αυτών παραγόντων τη δράση θα εξαρτηθεί το μέλλον. Η αποκρυπτογράφηση του μηνύματος των δημοσκοπήσεων και η ανταπόκριση σ’ αυτό είναι το αληθινό στοίχημα της πολιτικής ζωής και η πρόκληση για τις πολιτικές ηγεσίες. Υπό προϋποθέσεις, η αναδιάταξη του σκηνικού με μια πλειοψηφική και πολυχρωματική Αριστερά απέναντι σε μια μειοψηφική, πλην συμπαγέστερη, Δεξιά είναι μια πιθανή (και ευκταία, νομίζω) εξέλιξη.
Δεν έχει ξανασυμβεί!
Του Τάκη Θεοδωρικάκου
Πολιτικός αναλυτής και πρόεδρος της GPO
Η δυναμική που αναπτύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, είναι πρωτοφανής. Δεν έχει ξανασυμβεί ένα πολιτικό κόμμα και μάλιστα του χώρου της Αριστεράς να υπερδιπλασιάζει τα (δημοσκοπικά) ποσοστά του σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Ασφαλώς οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές, είναι συσσωρευμένες και το γεγονός ότι συμπίπτουν χρονικά κάνει αυτή την άνοδο εκρηκτική.
· Οι μεγάλες αδυναμίες του ΠΑΣΟΚ τροφοδοτούν διαρκώς πλέον το ΣΥΡΙΖΑ. Στην αξιωματική αντιπολίτευση απουσιάζει η αξιόπιστη στρατηγική. Στο πρόσφατο παρελθόν επιχειρήθηκε μια «αριστερή στροφή» και εκφράστηκε η βούληση για ριζική ανανέωση. Η πολιτική αυτή δεν έφερε θετικά αποτελέσματα, αφού προτιμούνται πολιτικές δυνάμεις που θεωρούνται πιο αυθεντικά αριστερές και προχωρούν με αποφασιστικό τρόπο την ανανέωση εμπράκτως. Το ΠΑΣΟΚ έχει χάσει τη δύναμη του κόμματος που πιστεύει ότι θα ξανακερδίσει την εξουσία, συνεπώς ένα τμήμα των οπαδών του απελευθερώνεται να κάνει άλλες επιλογές. Η ροή αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη στις ηλικίες κάτω των 45 ετών, στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, και μεταξύ των ατόμων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
· Η άμβλυνση των ιδεολογικών διαφορών, ο ισχυρός ρόλος της τηλεόρασης, αυξάνει το ρόλο των προσώπων στην πολιτική ζωή καθιστώντας την τάση ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού πολύ ισχυρή. Η τολμηρή απόφαση εκλογής προέδρου ενός εκπροσώπου της νεότερης γενιάς που υπάρχει στην πολιτική ασφαλώς έχει ενισχύσει το ΣΥΡΙΖΑ. Ο νέος του πρόεδρος στα δείγματα γραφής που έδωσε, από την υποψηφιότητα στο Δήμο Αθηναίων ως σήμερα, φανερώνει ένα φρέσκο, δυναμικό πρόσωπο με ικανότητες στην επικοινωνία. Ασφαλώς έχει μπροστά του μια πολύ δύσκολη αποστολή. Ίσως, μάλιστα, τα μεγάλα ποσοστά των δημοσκοπήσεων να του δημιουργήσουν υπερβολικό άγχος, ενώ ταυτόχρονα κινδυνεύει και από την υπερέκθεση στα ΜΜΕ. Για να ανταποκριθεί θα πρέπει να φανερώσει ότι διαθέτει βαθύτερη πολιτική υποδομή και γνώση, διαμορφώνοντας μια στρατηγική ενός νέου ρόλου για το ΣΥΡΙΖΑ.
Ήδη διαμορφώνεται ένα νέο περιβάλλον όπου στην κοινωνία υπάρχει μια κεντροαριστερή πλειοψηφία, αλλά στην κυβέρνηση θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην είναι οι συντηρητικές δυνάμεις. Αυτή η αντίφαση θα τίθεται έντονα στις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ και θα ζητά απάντηση.
· Αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορέσει να ομογενοποιήσει πολιτικά τους πολίτες που μετακινούνται προς αυτόν, στη βάση συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας, τότε, παρά τα επόμενα στρατηγικά προβλήματα, το πιθανότερο είναι η δυναμική του να σταθεροποιηθεί.
· Η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ είναι και μια πράξη δικαίωσης του Α. Αλαβάνου. Ένας αρχηγός κόμματος αφήνει την προεδρική θέση έπειτα από επιτυχία σ’ ένα νέο άνθρωπο μέσα σε πολιτικές διαδικασίες πολιτισμού και ανθρώπινης επικοινωνίας σε αντίθεση με άλλες αντίστοιχες διαδικασίες. Οι πολίτες επιβραβεύουν τη γενναιότητα, την τόλμη, την ανανεωτική προσπάθεια, την κοινωνική ευαισθησία, ανοίγοντας ένα παράθυρο σε μια ελπίδα.
Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι συμβόλαια με την εξουσία
Του Γιώργου Κύρτσου
εκδότης της «City Press»
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν τα καταφέρνει, ότι το ΠΑΣΟΚ χάνει αντί να εισπράττει κι ότι υπάρχει μια ελπιδοφόρα προοπτική για το ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά οι δημοσκοπήσεις δεν είναι συμβόλαια με την εξουσία.
Ακόμα και μ’ αυτές τις δημοσκοπήσεις όμως, πιστεύω ότι η Ν.Δ. θα μπορέσει κάπως να συσπειρώσει τον κόσμο της, θα βγει πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, θα είναι κοντά στην αυτοδυναμία, ή τέλος πάντων θα παλέψει για την αυτοδυναμία. Επομένως ας μην αρχίσουμε να την κλαίμε από τώρα...
Παρατηρώ βέβαια ότι τελευταία η κοινή γνώμη στρέφεται προς την Αριστερά, αλλά δεν νομίζω ότι η λύση είναι προς τα εκεί. Νομίζω ότι το δικομματικό σύστημα είναι αναποτελεσματικό και όχι χρεοκοπημένο, όπως λέγεται. Με την ίδια λογική και η Αριστερά διεθνώς είναι χρεοκοπημένη. Πού έχει καταφέρει η Αριστερά να δώσει λύσεις;
Θεωρώ ότι η Ν.Δ. έχει σοβαρό πρόβλημα αποτελεσματικότητας. Ταυτόχρονα, ενώ η κοινή γνώμη μετατοπίζεται προς τα αριστερά, οι λύσεις που προτείνει η Ν.Δ. είναι κεντροδεξιές, ιδιαίτερα στα οικονομικά και κοινωνικά θέματα. Άρα, στο πρόβλημα αποτελεσματικότητας που έχει, πρέπει να προσθέσουμε και ότι οι πολιτικές της είναι σε αντίθεση με τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης. Έτσι, όσο κι αν το ΠΑΣΟΚ έχει υποστεί ήττα τακτικής, όσο κι αν δεν μπορεί να αξιοποιήσει τη φθορά της εξουσίας, η Ν.Δ. αντιμετωπίζει πρόβλημα στρατηγικής, σπρώχνει τον κόσμο προς τα αριστερά.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ, είναι λάθος να τα φορτώνουν όλα στον Παπανδρέου, αφού υπάρχει ένας ακήρυχτος εμφύλιος στο κόμμα. Θα μ΄ ενδιέφερε πάντως πάρα πολύ να δω, αν αυτοί που δηλώνουν ότι θα ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ το εννοούν ή είναι... μεταμφιεσμένοι δυσαρεστημένοι του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι επιδιώκουν ένα νέο γύρο εσωκομματικής αμφισβήτησης...
Δικομματισμός, ρεύμα διαμαρτυρίας, πολιτική δυναμική
Του Γιάννη Λούλη
Πολιτικός αναλυτής
Ήδη, από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου έγινε ορατό ένα ισχυρό ρεύμα ψηφοφόρων διαμαρτυρίας κατά του δικομματισμού. Το ρεύμα αυτό, όπως αναλύω στο πρόσφατο βιβλίο μου («Η Μάχη του 2007: Η διαδρομή, η κάλπη, οι προοπτικές»), διαμορφώθηκε σταδιακά και για συγκεκριμένους λόγους. Τώρα είναι προφανές πως οι ψηφοφόροι διαμαρτυρίας αυξάνονται –ως ένα μη πρόσκαιρο φαινόμενο– και κατευθύνονται στα μικρά κόμματα και κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ποια είναι λοιπόν, πολύ συνοπτικά, η σημερινή πραγματικότητα και η δυναμική της;
· Ο δικομματισμός περνάει κρίση, αλλά δεν καταρρέει. Ειδικά ο ένας πυλώνας του δικομματισμού (Ν.Δ.) φθείρεται, όμως εν τέλει, «αντέχει». Αντίθετα, ο άλλος πυλώνας (ΠΑΣΟΚ) εμφανίζει σημεία δραματικής φθοράς.
· Άρα στα πλαίσια του δικομματισμού, η κρίση είναι εντοπισμένη στον έναν πυλώνα (ΠΑΣΟΚ). Τούτο σημαίνει ότι η Ν.Δ. έναντι του ΠΑΣΟΚ διατηρεί διαφορές στη πρόθεση ψήφου μεγαλύτερες απ’ ό,τι την περίοδο 2005–2007. Δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταγράφουν διαφορές της τάξης του 5% έως 5,5%. Σημαίνει επίσης πως η ραγδαία κάμψη του ΠΑΣΟΚ εξηγείται από την εντεινόμενη «κυβερνητική» του αναξιοπιστία.
· Η ραγδαία πτώση του ΠΑΣΟΚ και η άκρως προβληματική του εικόνα δεν υποδηλώνουν προφανώς (παρά τις υπερβολές που ακούγονται) πως δεν διαθέτει δυνάμεις για να παραμείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ούτε βεβαίως κινδυνεύει με αποσύνθεση. Τουλάχιστον στο προβλεπτό διάστημα.
· Η κρίση του δικομματισμού, αναπόφευκτα, ευνοεί όλα τα μικρά κόμματα. Όμως η μεγάλη κρίση του ΠΑΣΟΚ «τροφοδοτεί» κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ που είναι η ταχύτερα ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ «πατάει» κυρίως πάνω στη φθορά του ΠΑΣΟΚ και φαίνεται να κερδίζει άνω του 15% των ψηφοφόρων του.
· Η απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «ιδεολογική». Ενώ, λογικά, θα καταγράφεται για αρκετό διάστημα. Όμως πρόκειται για μια απήχηση που είναι «ρηχή». Και τούτο διότι αρκετά στοιχεία της είναι έντονα επιφανειακά. Έτσι δεν είναι εύκολο να αντέξει σε βάθος χρόνου. Ιδίως εάν συνέλθει (πιο μακροχρόνια έστω) το ΠΑΣΟΚ.
· Άρα στο σημερινό τοπίο, ο ένας πυλώνας του δικομματισμού θα παραμείνει ο κυρίαρχος (έστω και αποδυναμωμένος). Τούτο θα συμβεί τόσο λόγω της εικόνας της ηγεσίας του, αλλά και της κατάρρευσης της εικόνας του κύριου αντιπάλου του. Την ίδια ώρα, η πτώση του ΠΑΣΟΚ και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ θα σημαδέψουν, επίσης, το τοπίο. Για πόσο διάστημα, παραμένει άγνωστο.
· Τέλος, το ότι το τοπίο σήμερα εμφανίζεται άκρως μεταβατικό αποτελεί προφανή πραγματικότητα. Ενώ πολλά θα κριθούν από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ιδίως εάν οδηγηθούμε σε δύο μάχες και μάλιστα με διαφορετικά εκλογικά συστήματα.
Ο χρόνος θα δείξει...
Του Γιάννη Πρετεντέρη
Διευθυντής σύνταξης στο «ΒΗΜΑ»
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις καταγράφουν τρία βασικά στοιχεία, στα οποία συμφωνούν περίπου όλες, άρα δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις. Στοιχείο πρώτο, μια σαφής δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση, η οποία όμως δεν διοχετεύεται έως τώρα σε άλλους πολιτικούς χώρους. Στοιχείο δεύτερο, μια εξίσου σαφής δυσαρέσκεια για το ΠΑΣΟΚ, η οποία, σε αντίθεση με την πρώτη, προκαλεί μετακινήσεις ψηφοφόρων, κυρίως προς το ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, στοιχείο τρίτο, μια αξιοπρόσεκτη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίζεται με ποσοστά 15%-18%. Φυσικά, μιλάμε για δημοσκοπικά μεγέθη και όχι για εκλογικά ποσοστά.
Υπάρχουν τρία ερωτήματα που μας απασχολούν όλους: Τα τρία αυτά φαινόμενα συνδέονται μεταξύ τους; Είναι πρόσκαιρα ή μόνιμα; Είναι δημιουργήματα μιας συγκυρίας ή πρόκειται να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό;
Στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι πως ασφαλώς και συνδέονται μεταξύ τους. Π.χ. η τροφοδοσία του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται όχι μόνο επειδή το ΠΑΣΟΚ παράγει δυσαρέσκεια, αλλά επειδή δεν έχει τη δύναμη να αναχαιτίσει τη δυσαρέσκεια αυτή, με άλλα λόγια η βαθιά κρίση στην ηγεσία και στα ηγετικά στελέχη δεν επιτρέπει να λειτουργούν ως ασπίδα των οπαδών τους, όπως συμβαίνει με τον Καραμανλή και τους ψηφοφόρους της Ν.Δ.
Στο δεύτερο ερώτημα, νομίζω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντήσουμε τώρα. Θα περιμένουμε τις άλλες δημοσκοπήσεις, ενδεχομένως και τις παράλλες, θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτά το φθινόπωρο, για να δούμε αν τα σημερινά ευρήματα καταγράφονται πλέον ως τάσεις. Θα έλεγα όμως από αίσθηση ότι ακόμα κι αν οι μετακινήσεις δεν έχουν τη διάσταση που υποδηλώνεται από τις δημοσκοπήσεις, πολύ δύσκολα τα πράγματα θα ξαναγίνουν όπως πριν, δηλαδή πολύ δύσκολα θα ξαναδούμε ένα δικομματικό σύστημα, με τα δύο μεγάλα κόμματα να συγκεντρώνουν το 80-86% των ψήφων.
Στο τρίτο ερώτημα: Προσωπικά είμαι πάρα πολύ επιφυλακτικός σε γενικόλογες προβλέψεις του τύπου ότι ναι, αλλάζει το σκηνικό, ναι, ανατρέπονται τα πάντα, ναι, έρχονται τα πάνω κάτω. Ζούμε μια συγκυρία, στην οποία ασφαλώς υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις στο δικομματικό σύστημα, αλλά υπενθυμίζω ότι θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε σε βάθος χρόνου αν αυτές είναι απλώς κινήσεις δυσαρέσκειας, ή αν έχουν μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Η στροφή προς το ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει βαθύτερες ανάγκες
Του Γιάννη Δραγασάκη
βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
Ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνουν οι αναταράξεις που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις δεν είναι τυχαίος.
Πρόκειται για μια «στιγμή» κατά την οποία έχουμε ως χώρα διανύσει μια μακρά περίοδο, δεκατεσσάρων και πλέον ετών, ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης. Πρόκειται για το δεύτερο αναπτυξιακό κύκλο που συντελείται μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πορεία αυτού του αναπτυξιακού κύκλου σημαντικά τμήματα της κοινωνίας διαπιστώνουν ότι, αντί να έλθει και η δική τους σειρά να γευτούν τους καρπούς της ανάπτυξης, απειλούνται με περιθωριοποίηση. Και ενώ ευνοεί τον ιδιωτικό πλουτισμό των ολίγων η ανάπτυξη αυτή, οδηγεί ταυτόχρονα σε υποβάθμιση των συλλογικών όρων ζωής.
Η κρίση του δικομματισμού, δηλαδή, έρχεται όταν η νεολαία, ο κόσμος της εργασίας και ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας συνειδητοποιούν τα όρια αυτού του μοντέλου ανάπτυξης, όταν μέσα από τη συνειδητοποίηση αυτή διαπιστώνουν ότι εκείνο που πρέπει να αλλάξει δεν είναι μόνο ο πιανίστας, αλλά και η μουσική που αυτός παίζει.
Αυτό είναι ένα μοτίβο που αυτοεπιβεβαιώνεται από τις εμπειρίες των ανθρώπων και ανατροφοδοτείται από πολλές και διαφορετικές αφετηρίες.
Αν μια πρώτη αφετηρία είναι, όπως είπαμε, το μοντέλο ανάπτυξης με τις κοινωνικές αλλά και περιβαλλοντικές του παραμέτρους, μια δεύτερη αφετηρία είναι το κράτος.
Το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. δεν οικειοποιήθηκαν απλώς το κράτος, το υπερεκμεταλλεύτηκαν κομματικά, χωρίς να το εκσυγχρονίσουν ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί έστω και στοιχειωδώς στις ανάγκες των πολιτών. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, η επαφή του πολίτη με το κράτος κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια περιπέτεια, ενώ οι πυρκαγιές του καλοκαιριού αποκάλυψαν ένα κράτος που λειτουργεί ως πηγή συλλογικής ανασφάλειας, παρά ως παράγων της συλλογικής ασφάλειας.
Μια τρίτη αφετηρία είναι, τέλος, ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία των κομμάτων, πολιτικές συμπεριφορές, θέματα διαφθοράς και πολιτικής ηθικής.
Η στροφή, συνεπώς, προς το ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει βαθύτερες ανάγκες και μονιμότερα αιτήματα όχι απλά για μια άλλη κυβέρνηση, αλλά για ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης. Όχι απλά για περισσότερη ανάπτυξη αλλά για άλλον τύπο ανάπτυξης ως προς τις οικολογικές και τις κοινωνικές του συντεταγμένες. Σ’ αυτές ακριβώς τις ανάγκες και σ’ αυτά τα αιτήματα καλείται ν’ απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν πείθουν τα μεγάλα κόμματα
Του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη
βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, πρώην υπουργός
Το τελευταίο διάστημα όλα όσα ξέραμε για την ελληνική πολιτική σκηνή δείχνουν να ανατρέπονται άρδην. Όλοι γινόμαστε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς για τα πολιτικά δεδομένα της χώρας δημοσκοπικής τάσης: τα δύο κόμματα εξουσίας φυλλορροούν και ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα φαίνεται να επιλέγει τον ΣΥΡΙΖΑ για την πολιτική του έκφραση.
Είναι σαν ένα αόρατο χέρι να αφαίρεσε απότομα το καπάκι από μια χύτρα που οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι σιγοβράζει, ενώ είχε φτάσει προ πολλού σε σημείο πολιτικού βρασμού, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν ξαφνικά προς τα έξω σημαντικές δυνάμεις.
Στο σημείο αυτό μια κρίσιμη παρατήρηση είναι αναγκαία προς αποφυγή εσκεμμένων ή μη παρεξηγήσεων. Η δημοσκοπική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση με μια –ευήκοη για πολλούς- αριστερή στροφή της ελληνικής κοινωνίας.
Μια τέτοια στροφή, στο βαθμό μάλιστα που καταγράφουν οι έρευνες, θα προϋπέθετε, αν μη τι άλλο, μια σχιζοφρενή κοινωνία, που ενώ το 2004 ψήφιζε μαζικά μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, τέσσερα μόλις χρόνια μετά στρέφει το ίδιο μαζικά το βλέμμα της προς μια παλαιο-αριστεριστικού τύπου πολιτική πρόταση.
Παρανοϊκή, λοιπόν, όχι. Λογική, απολύτως ναι. Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι είναι ιδιαιτέρως αυστηρή και ορθολογική στις πολιτικές κρίσεις και ταυτίσεις της για να άγεται και να φέρεται ως πολιτικό εκκρεμές από τα δεξιά προς τα αριστερά. Μια τέτοια μετακίνηση υπονοεί πως άλλα κριτήρια –όχι αμιγώς πολιτικά με όρους παραδοσιακής πολιτικής γεωγραφίας- βαραίνουν στη συνείδηση των πολιτών.
Είμαι βέβαιος συνεπώς πως η συζήτηση δεν αφορά το τετριμμένο δίλημμα Αριστερά - Δεξιά. Αφορά όμως, και πολύ μάλιστα, την εκκωφαντική κατάρρευση του μεταπολιτευτικού μοντέλου διαχείρισης της εξουσίας, όπως αυτό εκφράστηκε τις τελευταίες δεκαετίες από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Τη διαφαινόμενη αδυναμία δηλαδή του δικομματισμού να συνεχίσει να επιτελεί το βασικό του ρόλο ως παράγοντας σταθερότητας για τη χώρα και ταυτόχρονα ως φορέας δίκαιων, θετικών και αποτελεσματικών αλλαγών στη ζωή των πολιτών. Χωρίς ταυτόχρονα να ξεχνάμε και την άλλη σημαντική παράμετρο: την ηθική και αξιακή ανανέωση που οφείλει κάθε φορά να εκφράζει η πολιτική προκειμένου να είναι ελκυστική και πειστική στην κοινωνία.
Τα δύο μεγάλα κόμματα λοιπόν έχουν πάψει να πείθουν. Κι αυτό γιατί από τις αρχές αυτής της δεκαετίας αρνούνται να αντιμετωπίσουν κατάματα την πραγματικότητα που λέει ότι η κοινωνία έχει ωριμάσει και απαιτεί τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση εξίσου ώριμη, υπεύθυνη, σοβαρή και διαφανή διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων.
Αντ’ αυτού, η κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια το μόνο που βλέπει είναι μια κυβέρνηση που αδυνατεί να ελέγξει στοιχειωδώς το κράτος, να εφαρμόσει τους νόμους, να σεβαστεί την αξιοκρατία και να επιβάλει όπου αυτό είναι απαραίτητο αυστηρές κυρώσεις. Μια αντιπολίτευση που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δύναμη του όχι. Μια Βουλή που, αντί να παράγει έργο με τρόπο ενιαίο, γρήγορο, διάφανο και αποτελεσματικό, έχει μετατραπεί σε ένα εργοστάσιο ασυνάρτητων και χαριστικών ρυθμίσεων και τροπολογιών που συντηρούν και πολλές φορές διογκώνουν την παρανομία. Και μια Δικαιοσύνη που δυστυχώς έχει μετατραπεί σε μακρύ χέρι της πολιτικής.
Μια τέτοια κατάσταση κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη και ασφάλεια μπορεί να εμπνέει στην κοινωνία. Κι είναι απολύτως λογικό κι αναμενόμενο σε ένα τέτοιο περιβάλλον ρευστότητας και ανασφάλειας κι εφόσον οι δοκιμασμένοι έχουν κριθεί κι απορριφθεί, να αναζητούνται νέα, άφθαρτα σχήματα που μπορεί να υστερούν σε εχέγγυα αποτελεσματικότητας και σαφήνειας στον πολιτικό τους λόγο, διαθέτουν όμως το χαρτί της ανανέωσης.
Η κρίση λοιπόν είναι υπαρκτή. Και τα περιθώρια για τα δύο κόμματα εξουσίας να το αντιληφθούν και να κάνουν κάτι γι’ αυτό στενεύουν απελπιστικά. Η συνταγή; Περισσότερη αποτελεσματικότητα, μεγαλύτερη διαφάνεια, έμφαση στην αξιοκρατία, σαφώς καλύτερα αντανακλαστικά στην καταγραφή των νέων ύπουλων κοινωνικών ανισοτήτων, περισσότερη ευαισθησία και κοινωνική δικαιοσύνη. Τόσο απλά και ταυτόχρονα τόσο δύσκολα. (587)
Πολύπλοκο το σκηνικό
Του Χριστόφορου Βερναρδάκη
πρόεδρος της VPRC
Για να βρει κανείς αναλογίες της σημερινής συγκυρίας με παλιότερες σε σχέση με τις τάσεις του εκλογικού σώματος, θα ανατρέξει σε δύο «εκλογικές εποχές»: το 1958 και το 1977. Από την πρώτη (1958) θα κρατήσει υπ’ όψιν το ποσοστό του 25% (που κατέγραψε τότε η ΕΔΑ), όριο στο οποίο πιθανότατα θα κινηθεί το άθροισμα των κομμάτων της Αριστεράς στις επόμενες εκλογές. Από τη δεύτερη (1977) θα κρατήσει το στοιχείο της ανακατανομής των συσχετισμών στο χώρο της «δημοκρατικής παράταξης». Με τις εκλογές του 1997 διαμορφώθηκε αρχικά μια «τριμερής» εκπροσώπηση του χώρου, με το ΠΑΣΟΚ στο 25%, την ΕΔΗΚ στο 11% και το ΚΚΕ στο 10%, η οποία αμέσως μετά εξελίχθηκε σε «διμερή», με το ΠΑΣΟΚ να κυριαρχεί και να διευρύνει και τα όριά του. Κάτι ανάλογο εξελίσσεται και σήμερα, με το ΠΑΣΟΚ να κινείται στα όρια του 25-30%, ο ΣΥΡΙΖΑ στο 12-15%, το ΚΚΕ στο 8-10% και το νεοπαγές κόμμα των Οικολόγων στα επίπεδα του 3%.
Η διαφορά της εποχής τόσο του 1958 όσο και του 1977 είναι ότι το «υπερκυρίαρχο» κόμμα του κομματικού συστήματος και στις δύο περιπτώσεις (Συναγερμός και Ν.Δ.) μπορούσε να εγγυηθεί μια λύση διακυβέρνησης, και γιατί εκπροσωπούσε μια ισχυρή κοινωνική - εκλογική συμμαχία και γιατί ευνοείτο από τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής. Και τα δύο αυτά στοιχεία εκλείπουν σήμερα. Ούτε η βάση της Ν.Δ. είναι συμπαγής και δυναμική (κινείται στα επίπεδα του 37%, πλησιάζει δηλαδή στο «σκληρό πυρήνα» της ιστορικής εκλογικής βάσης της Δεξιάς), αλλά ούτε ο ισχύων και ο νέος εκλογικός νόμος μπορούν να δώσουν ισχυρή κοινοβουλευτική κυβερνητική πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, το σκηνικό που διαγράφεται για τα επόμενα ένα δύο χρόνια, ίσως και περισσότερο, γίνεται πολύπλοκο. Επιπλέον, η αναντιστοιχία μεταξύ κοινωνικών προσδοκιών και πολιτικού συστήματος θα διευρυνθεί και πρέπει να θεωρείται βέβαιο πια ότι νέα πολιτικά μορφώματα θα γεννηθούν.
Φθείρονται οι ιδεολογικές - πολιτικές βάσεις του δικομματισμού
του Τάσου Παππά
πολιτικός συντάκτης της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ»
Ο δικομματισμός παραπαίει, γιατί φθείρονται με ραγδαίο ρυθμό οι ιδεολογικές και πολιτικές σταθερές του. Πάνω σε ποιες βάσεις αναπτύχθηκε; - «Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τα προβλήματα της κοινωνίας». Τι διαπιστώνουμε; Η ανεργία, η ακρίβεια, η διαφθορά, η αναποτελεσματικότητα του κράτους, οι μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες, το χαμηλό επίπεδο της δημόσιας παιδείας και της δημόσιας υγείας είναι οι εκκωφαντικές απαντήσεις στον προεκτεθέντα ισχυρισμό. - «Οι ισχυρές αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι σε θέση να οργανώσουν καλύτερα τις άμυνες του πολιτικού συστήματος απέναντι στη διαπλοκή και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Είναι λιγότερο ευάλωτες στις πιέσεις επειδή είναι συμπαγείς». Δεν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει εναντίον αυτής της άποψης. Αψευδής μάρτυρας η ίδια η πραγματικότητα. Η ομάδα των νταβατζήδων που έκανε κουμάντο επί ΠΑΣΟΚ (κατά την εκτίμηση του πρωθυπουργού) δεν εξαρθρώθηκε, απλώς απέκτησε καινούργια μέλη. - «Ή ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας στην κορυφή, ή το χάος της ακυβερνησίας». Οι πολίτες δεν «τσιμπούν» πια στην τρομοκρατική αυτή προτροπή, όπως και στην ηπιότερη εκδοχή της που είναι η λογική του «μικρότερου κακού». Τα δύο κόμματα έχουν κυβερνήσει από τρεις φορές το καθένα, ο κόσμος έχει ψηφίσει με κρύα καρδιά πότε το ένα και πότε το άλλο σε αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις. Δεν τρέφει πια αυταπάτες. Ίσως η τελευταία ευκαιρία του δικομματισμού να ανακάμψει ήταν στις εκλογές του 2004. Όμως η νέα διακυβέρνηση ούτε νέα είναι ούτε διακυβέρνηση με τη στενή έννοια του όρου. Πρόκειται για ένα φαύλο, παλαιοκομματικό καθεστώς χωρίς αρχές, χωρίς πυξίδα, χωρίς σχέδιο για τη χώρα. Ένα ασκέρι λαφυραγωγών που κρύβει τις πραγματικές προθέσεις του πίσω από μεγαλόστομες τιποτολογίες. Επιβιώνει λόγω της προγραμματικής αφλογιστίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της προφανούς ανεπάρκειας της ηγεσίας της. Από τη στιγμή λοιπόν που οι «ρεκλάμες» του δικομματισμού χάνουν τη λάμψη τους, ανοίγει ο δρόμος για την ουσιαστική αμφισβήτησή του. Η διαδικασία απεγκλωβισμού των πολιτών έχει ξεκινήσει. Η μαζική διαρροή οπαδών του ΠΑΣΟΚ, η μικρή -αλλά μετρήσιμη πια- μετακίνηση ψηφοφόρων της Ν.Δ. προς τον ΣΥΡΙΖΑ, η διεύρυνση της επιρροής του στα μορφωμένα στρώματα και στη νεολαία δημιουργούν νέα δεδομένα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποκτά μια πολυσυλλεκτικότητα που η Αριστερά είχε να δει από την εποχή του ΕΑΜ και της ΕΔΑ. Προς το παρόν πρόκειται για δημοσκοπική ψήφο συμπάθειας που οφείλεται στο θυμό και την οργή των πολιτών απέναντι στα δύο κόμματα εξουσίας, αλλά και στην «ανάγωγη» στάση της ηγεσίας της ανανεωτικής-ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στο χέρι του ΣΥΡΙΖΑ είναι να τη μετατρέψει σε σταθερή επιλογή προγραμματικής συμφωνίας με τελικό προορισμό την κάλπη του. Μ αρέσει η φράση που ακούω από τα στελέχη του: «Πήραν αέρα τα πανιά μας, δεν θα πάρουν αέρα τα μυαλά μας». Αυτό σημαίνει ότι έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος των ευθυνών που αναλαμβάνουν και γνωρίζουν τους κινδύνους που καραδοκούν.
Αλέκος, Αλέξης, Αλέξανδρος...
Του Τριαντάφυλλου Δραβαλιάρη
διευθυντής σύνταξης στην «ΗΜΕΡΗΣΙΑ»
Ας είμαστε ρεαλιστές, τι και αν υπήρξαμε (και θα συνεχίσουμε, προσδοκώ) ουτοπιστές.
Το ξεχείλισμα της δημοσκοπικής δεξαμενής του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ασυγκράτητο, πλέον, ρεύμα οργής που σπάει τα πολιτικά φράγματα των δύο μεγάλων κομμάτων. Οι πηγές του βρίσκονται στις ανατροπές που φέρνει η παγκοσμιοποίηση. Και η διόγκωσή του οφείλεται σε πολιτικές ηγεσίες που είτε αποδείχθηκαν ανίκανες –αν και «ήθελαν»- είτε δεν μπόρεσαν επειδή δεν θέλησαν να ανοίξουν κανάλια εκτόνωσης της δυσαρέσκειας μεγάλων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, που υφίστανται τις συνέπειες μιας άνισης κατανομής του πλούτου. Και ο παραδοσιακός «κουμανταδόρος» των πλειοψηφικών ρευμάτων αλλαγής που διαμορφώθηκαν μεταπολιτευτικά, το ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να αδυνατεί σήμερα να παίξει το ρόλο εφ’ ω ετάχθη (Α. Παπανδρέου: «Σε εμάς έλαχε ο κλήρος της αλλαγής»).
Το ΠΑΣΟΚ δοκιμάζεται από μια πρωτοφανή κρίση στην τριαντατετράχρονη ιστορία του. Στον παρονομαστή της βρίσκεται η θανάσιμη υποψία των φανατισμένων οπαδών του ότι απώλεσε το διακριτό του (από τη δεξιά) ρόλο, η βεβαιότητα άλλων γι’ αυτό και η σιγουριά ενός άλλου μέρους των δυνάμει ψηφοφόρων του ότι έχασε την υπεροχή του και ως προς την κυβερνησιμότητα.
Ο Γ. Παπανδρέου κληρονόμησε, μεν, μέρος αυτής της κρίσης, αλλά –τραγική ειρωνεία– αβγάτισε την «κληρονομιά». Κυρίως λόγω της ατολμίας του να κάνει χρήση της ισχυρής εντολής «άλλαξέ τα όλα», άντε κάποια από τα «όλα».
Τώρα λοιπόν, «κληρώνει» για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ποιοι τον ψηφίζουν στις δημοσκοπήσεις; Δεν τους γνωρίζουμε βέβαια, έναν έναν. Γνωρίζουμε, όμως, το «ένα» κοινό σημείο που τους ενώνει. Το «φιλοσοφικό» τους πιστεύω είναι ένας παραφρασμένος Καζαντζάκης.
Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι... διαμαρτυρόμενος!
Όμως... υπάρχει ένα όμως. Αυτό το νέο εκλογικό σώμα που προνομιακά εκπροσωπείται στη συγκυρία από τον ΣΥΡΙΖΑ σκέπτεται «αριστερά», και από τον ΣΥΡΙΖΑ θα αξιώνει οσονούπω να συμπεριφερθεί «δεξιά». Η αριστερή διαμαρτυρία θα ζητήσει εφαρμοσμένη πρόταση.
Και ατυχώς ή ευτυχώς, εδώ και κάποιους αιώνες οι εφαρμοσμένες λύσεις προϋποθέτουν κυβερνητικές λύσεις.
Το... πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ούτε ο Αλέξης ούτε ο Αλέκος θα έχουν επί μακρόν την προνομία του χαϊδευτικού τους ονόματος. Θα υποχρεωθούν κάποια στιγμή να γίνουν Αλέξανδροι. Διότι στο... βάθος προβάλλει ήδη ο γόρδιος δεσμός της ανάληψης (κυβερνητικών) ευθυνών.
Ο «Μέγας» έλυσε επιτυχώς το «δεσμό». Ο μικρός; Σε κάθε περίπτωση θα υποχρεωθεί να αναλάβει το ρίσκο. Με κίνδυνο να «μικρύνει» το κόμμα του ή, ποιος ξέρει, μπορεί και να ’ναι αυτό η αφετηρία μιας επιτυχημένης εκστρατείας της οποίας μόλις τώρα βλέπουμε –και οι ίδιοι επίσης– τα πρώτα της κεφάλαια. Είναι πάντως συναρπαστικά και ήδη γίνονται ανάρπαστα. Και μόνο γι’ αυτό, για το μπεστ σέλερ των ύστερων πολιτικών χρόνων, αξίζει να προβληματιστούμε. Ίσως τα πάντα να είναι η κίνηση και όχι ο σκοπός.
Δομική η κρίση του ΠΑΣΟΚ
Του Σεραφείμ Κοτρώτσου
έκδοσης στον «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ»
ΟΙ δημοσκοπήσεις δείχνουν αυτό που όλοι ξέρουμε: το ΠΑΣΟΚ είναι αντιμέτωπο με μια δομική κρίση, μια κρίση που όσο περνάει ο καιρός αποκτάει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η κρίση αυτή, κατά την εκτίμησή μου, δεν είναι μόνο κρίση ηγεσίας. Δεν πιστεύω ότι το ΠΑΣΟΚ με μια διαφορετική ηγεσία θα είχε καλύτερη θέση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Βεβαίως, απογοήτευση υπάρχει και από τη διακυβέρνηση της Ν.Δ., αλλά πάντα οι κυβερνήσεις έχουν ένα ψυχολογικό προβάδισμα, το οποίο αποτυπώνεται στα πολιτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων, ιδιαίτερα όταν έχουν να αντιμετωπίσουν μια αξιωματική αντιπολίτευση που δεν μπορεί να προβάλει μια πειστική ανατρεπτική πρόταση εξουσίας. Το ζήτημα, συνεπώς, είναι κατά πόσο μπορεί το ΠΑΣΟΚ να βγει απ’ αυτή την εσωστρέφεια, απ΄ την παρατεταμένη κρίση. Θα έλεγα ότι κάτι τέτοιο είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολο.
Θα προσέθετα, επίσης, ότι σαφώς υπάρχουν συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει μεγάλη μετακίνηση ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ και δεν εκτιμώ ότι αυτό συμβαίνει μόνο γιατί πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξε ως νέο πρόεδρο τον Αλέξη Τσίπρα, ένα πρόσωπο που εγγυάται μια άλλη, δυναμικότερη παρουσία στα πολιτικά πράγματα. Πιστεύω ότι το ΠΑΣΟΚ θα υφίστατο τις συνέπειες αυτές, ούτως η άλλως. Απλώς οι εξελίξεις επιταχύνονται μετά την αλλαγή στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε ότι έχει να κάνει με τη συζήτηση για την κρίση του δικομματισμού, δεν συμμερίζομαι απολύτως την άποψη ότι η λύση μπορεί να έρθει εκτός αυτού του συστήματος. Οι ψηφοφόροι κάποια στιγμή θα κληθούν να αποφασίσουν μεταξύ συγκεκριμένων επιλογών διακυβέρνησης. Το καινούργιο, που έχει τη σημασία του, είναι ότι τα ποσοστά των ψηφοφόρων που θέλουν κυβερνήσεις συνεργασίας είναι πολύ μεγαλύτερα από ό,τι παλιότερα και αποτυπώνονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, πράγμα που δείχνει ότι αποτελούν μια μονιμότερη τάση.
Γιατί, όμως, ο μέσος ψηφοφόρος δηλώνει σ αυτή τη χρονική συγκυρία ότι θα προτιμούσε κυβερνήσεις συνεργασίας; Όχι γιατί ανακάλυψε ξαφνικά τη «χαμένη Ατλαντίδα» των κυβερνήσεων συνεργασίας. Θεωρώ ότι η τάση αυτή έχει να κάνει με μια προσπάθεια της κοινής γνώμης να «εκβιάσει» -με την καλή έννοια του όρου- εξελίξεις, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας θα πανικοβληθούν και θα προσπαθήσουν να αφυπνιστούν και να δώσουν λύσεις. Αυτή είναι μία τελευταία ευκαιρία για το δικομματικό σύστημα, όπως το ξέρουμε.. Αν δεν την εκμεταλλευτεί, είναι προφανές ότι θα υποχρεωθεί να δώσει τη θέση του σε άλλο πολιτικό σύστημα.